- αλαφραίνω
- (και αλαφραίνω και αλαφρύνω)1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ.3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα5. θεωρούμαι από τους άλλους ελαφρός, ανόητος ή μειωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ελαφρύνω].
Dictionary of Greek. 2013.